-
1 καταντικρύ
κατ-αντικρύ, Prep. c. gen.,2 in [dialect] Att., = Homeric ἀντικρύ, over against, right opposite,πρυτάνεων καταντῐκρύ Ar.Ec.87
; τὰ κ. Κυθήρων the parts opposite Cythera, Th.7.26, cf. X.HG4.8.5; κ. ᾗ.. ἐξέπεσεν exactly opposite to the point at which.., dub. l. in Pl. Phd. 112d: c. dat.,κ. τῇ θέσει Arist.Mete. 356a10
;τῷ ἡλίῳ D.C.60.26
.II Adv. of Place, right opposite, ἡ ἤπειρος ἡ κ. Th.1.136;ἐν τῷ κ. προσστῆναί τινι Pl.Euthd. 274c
, cf. Prt. 315c;τὸ κ. αὐτῶν τοῦ σπηλαίου Id.R. 515a
; ἐκ τοῦ κ. from the opposite side, ib.b; κ. ὁρᾶν look right in the face, Id.Chrm. 169c; ἐπὶ τὸ κ. in the opposite direction, Arist.HA 528b10 (but εἰς τὸ κ. towards the opposite end, Pl.Phd. 72b);πρὸς τὸ κ. κείμενος Plb.4.39.6
.3 outright, downright, Th.7.57 (nisi leg. καὶ ἄντικρυς) ; παραβάλλειν.. μὴ κ. Arist.Rh. 1419b36. [On the quantity v. ἀντικρύ: the form [full] καταντροκύ is found in [dialect] Att. Inscrr., IG22.1668.88.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταντικρύ
-
2 ἄντι-κρυς
ἄντι-κρυς, grade durch; über den Unterschied von ἀντικρύ s. d, Vor.; ἄντικρυς wird gebr.: a) örtlich, geradeswegs, Thuc. 2, 4; χωρεῖν ἄντικρυς Ar. Lys. 1069; ἰών Plat. Euthyd. 273 b; vgl. Conv. 223 b; Plut. Caes. 4 Pomp. 60. – b) übertr., geradezu, ausdrücklich, offenbar, τάδ' αἰνέσω Aesch. Ch. 190; ἄγειν ὡς ἀποκτενῶν Lys. 13, 78; αὐτὰ τοίνυν ἄντικρυς ἐμοὶ πέπονϑας, da geht es dir gerad' ebenso wie mir, Ar. Eccl. 362; καὶ διαῤῥήδην Dem. 19, 36; γράφειν 24, 46; καταλιπεῖν ἀργύριον 52, 24; ἀπαγορεύειν Luc. Nigr. 13; Dio Chrys. 2, 88; auch bei subst., ἡ ἄντικρυς ἐλευϑερία Thuc. 8, 64; vgl. 1, 122. – c) auf die Zeit geht es Axioch. 367 a, sofort. – Sp. brauchen es wie ἀντικρύ, gegenüber, τινός, Plut. Lucull. 9; App. Pun. 8, 103.
-
3 κατακερματίζω
A chop up, cut into pieces, freq. metaph., κ. αὐτὴν (sc. ἀρετὴν)κατὰ μόρια Pl.Men. 79c
;τὴν μίαν τέχνην εἰς πολλάς Gal.Thras.24
; κ. τὴν τέχνην εἰς μικρά fritter it away, Demetr.Eloc. 76;τὴν μουσικήν Plu.2.1142b
;τοὺς ἀγῶνας Str.4.4.2
;τὸν λόγον Gal.1.246
:—[voice] Pass., to be cut up,φαίνεται εἰς σμικρότερα κατακεκερματίσθαι ἡ τοῦ ἀνθρώπου φύσις Pl.R. 395b
;κατακεκερμάτισται.. ὡς οἷόν τε σμικρότατα Id.Prm. 144b
; κατακεκ. ἐρωτήσεσι πρὸς ἀποκρίσεις cut up into questions and answers, Id.Sph. 225b, cf. 257c, 258e, Plot.3.9.2;διήγησις εἰς μικρὰς κ. τομάς D.H.Th.9
;σύνθεσις κατακεκομμένη καὶ -ισμένη Demetr.Eloc.4
;ἄντικρυς μικρὰ καὶ -ισμένα Longin.42
; τοῦ πυρετοῦ.. κατακερματιζομένου gradually becoming slighter, Hp. Acut.(Sp.) 13: seldom in lit. sense, Porph.Marc.10 ([voice] Pass.); also, change into smaller coin, POxy.1411.12 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακερματίζω
-
4 συμβαίνω
A- βήσομαι Hdt.2.3
, etc.: [tense] pf. - βέβηκα, [ per.] 3pl. , [dialect] Ion. inf.- βεβάναι Hdt.3.146
: [tense] pf. inf. [voice] Pass.- βεβάσθαι Th. 8.98
: [tense] aor. 2 συνέβην (v. infr.): [tense] aor. 1 subj. [voice] Pass.ξυμβᾰθῇ Id.4.30
:— stand with the feet together, Hp.Off.3;διαβαίνοντες μᾶλλον ἢ συμβεβηκότες X.Eq.1.14
;συμβεβηκὼς τὼ πόδε Poll.3.91
; συμβᾶσα τὼ πόδε, opp. περιβάδην, Ach.Tat.1.1; Παλλάδιον τοῖς ποσὶ συμβεβηκός a statue with closed feet, as in early Greek art, Apollod.3.12.3.2 σ. κακοῖς to be joined to them, i.e. increase them, E.Hel.37.3 meet,σὺν δ' ἔβη ἐν Φιλότητι Emp.21.8
;τὸν συμβαίνοντά σοι Eup.136
(dub.);σ. αὐτοὶ αὑτοῖς X.HG1.2.17
; ξυμβέβηκε δ' οὐδαμοῦ has never come in my way, has had naught to do with me, E.Hel. 1007.II most freq. metaph., come to an agreement, come to terms, E.Ph.71, etc.; ἐπ' ἐλάττονι ς. agree on (i.e. to accept) less, POxy. 237 viii 11 (ii A.D.): c. dat., Th.3.52, 4.128, etc.; πρὸς ἀλλήλους ib.61, etc.: with neut. Adj.,ἐὰν ξυμβῶ τί σοι Ar.Ra. 175
;ἤν τι ξυμβαίνωσι Th.2.5
; ξ. τὰ πλείω, οὐδέν, Id.4.117, 5.36;τἆλλα τοῖς Λακεδαιμονίοις Id.8.98
: c. inf.,συνέβησαν ἐς τὠυτὸ.., τὸν δὲ βασιλεύειν Hdt.1.13
;ξ. ὑπήκοοι εἶναι Th.1.117
; ξ. ἤν τις ἁλίσκηται,.. δοῦλον εἶναι ib. 103;ξ. τοῖς Πλαταιεῦσι παραδοῦναι σφᾶς αὐτούς Id.2.4
;ξ. πρὸς Νικίαν.. ἐπιτρέψαι Id.4.54
; alsoσυνέβησαν.. ὥστε τριηκοσίους μαχέσασθαι Hdt.1.82
; σ. εἰς τὸ μέσον agree to a compromise, Pl.Prt. 337e; λόγοις ς., of a verbal agreement, E.Med. 737, Andr. 233: generally, make friends with, ἐκ πολέμου ξ. Ar.V. 867;ἀπὸ τοῦ ἴσου Th.4.19
;ἐπὶ τοῖς εἰρημένοις E.Ph. 590
(troch.): in [tense] pf. συμβεβάναι and [voice] Pass., of the agreement, δοκέοντες πάντα συμβεβάναι that everything had been settled, or that they had settled everything, Hdt.3.146;ἐπὶ τούτοις ξυμβεβάσθαι Th.8.98
; .2 agree with, be on good terms with,οὐ.. Ἀθηναίοισι συνέβαιν' Αἰσχύλος Ar.Ra. 807
; σ. ἑκατέρᾳ τῶν στάσεων hold with one and other of them, D.H.2.62.3 of things, tally, correspond with,ὁ χρόνος ἐδόκεε τῇ ἡλικίῃ συμβαίνειν Hdt.1.116
;ἐθέλων εἰδέναι εἰ [οἱ ἐκείνων λόγοι] συμβήσονται τοῖσι λόγοισι τοῖσι ἐν Μέμφι Id.2.3
;ξυμβαίνει ταῦτα τοῖς πρὸ τοῦ Lys.8.9
;εἰς ταὐτὸ σ. τοῖς ἐμοῖς στίβοις A.Ch. 210
: abs., ὅπως ἂν ἀρτίκολλα συμβαίνῃ τάδε ib. 580; χρησμοί τε συμβαίνουσι are in harmony therewith, Ar.Eq. 220, cf. S. Tr. 1164; αὐτὸ σ. εἰς ταύτην εἶναι πέμπτην five days later exactly tallies, D.19.60; τοῦτο σ. οὐ πλέον ἢ εἰς δώδεκα comes to no more than 12, X.HG6.4.12;αἱ πεντακόσιαι μάλιστά πως συνέβαινον δραχμαί Aristid.Or.50(26).94
; τὸ φαρμακεύεσθαι τῷ καθαίρεσθαι εἰς ταὐτὸν ς. comes to the same thing as.., Gal.15.901; of ashlar-work, fit or range exactly, M.Ant.5.8.4 fall to one's lot, c. dat. pers.,μοι σ. ἆται E.IT 148
(lyr.), etc.;ἡδοναί τινι Isoc.15.222
;τριηραρχία μοι D. 47.49
;ἀτυχία Id.57.65
;εὐεργεσιῶν συμβαίνειν καιρόν Id.20.121
.III of events, come to pass, fall out, happen,συμβαίνει δ' οὐ τὰ μέν, τὰ δ' οὔ A.Pers. 802
; τῶνδε ναμέρτεια ς. S.Tr. 173;ἐὰν μὴ θεία τις σ. τύχη Pl.R. 592a
;αἱ ἀεὶ συμβαίνουσαι τύχαι Id.Criti. 120e
; εἰ καιρὸς ς. X.Eq.Mag.2.5;χρηστόν τι σ. παρὰ θεῶν D.1.11
;τοὐναντίον συμβαίνειν πέφυκε Gal.15.460
: c. dat., ib.67, 16.724: also euphem., ἄν τι ξυμβῇ if anything happen (i.e. any evil), D.21.112, cf. Riv.Fil.60.59 (ii B.C.): generally, occur, be found, exist,ἐν τῇ ἀρχαίᾳ ἡμετέρᾳ φωνῇ σ. τὸ ὄνομα Pl.Cra. 398b
, cf. A.D.Pron.29.15: but,b mostly impers., sts. c. dat. et inf.,αὐτῷ Ὀλυμπιάδα ἀνελέσθαι συνέβη Hdt.6.103
, cf. 3.50, Th.1.1;συμβαίνει τῷ πλοίῳ ἀργεῖν PCair.Zen.650.2
(iii B.C.), cf. PMich.Zen.21.3, al. (iii B.C.): sts. c. acc. et inf.,συνέβη Γέλωνα νικᾶν Hdt.7.166
, cf. Th.8.25;συμβαίνει διὰ παντὸς ἡμᾶς περιφόβους εἶναι PCair.Zen.160.6
, cf. 132.5 (iii B.C.), PEnteux.6.2, al. (iii B.C.), Gal.15.476;σ. τῷ οἰκοδόμῳ μουσικῷ εἶναι Arist.Metaph. 1017a11
; folld. by ὥστε, S.Tr. 1152, Th.4.79, Arist.Pol. 1261a34: c. part., σ. ὄν, γιγνόμενον, λεγόμενον, Pl. Sph. 244d, Phlb. 42d, Cra. 412a.c τὸ συμβεβηκός chance event, contingency, Id.Prm. 128c;τὰ συμβαίνοντα X.Cyr.1.6.43
;τὰ συμβάντα Id.An.3.1.13
;ἀπὸ τοῦ συμβαίνοντος ὁ τόπος εἴληφε τὴν προσηγορίαν Plb.10.28.7
: hence κατὰ συμβεβηκός by accident, contingently (v. infr. iv. 1); τοῦ συμβαίνοντός ἐστι it depends upon accident, easily happens, Is.4.13.2 joined with Adverbs or Adiectives, turn out in a certain way,ὀρθῶς σφι ἡ φήμη συνέβαινε ἐλθοῦσα Hdt. 9.101
; κακῶς, καλῶς συμβῆναι, X.Mem.1.2.63, Cyr.5.4.14, E.IT 1055;τὰ μητρὸς.. ἔχθιστα συμβέβηκεν S.El. 262
; ταῦτα.. λαμπρὰ ς. Id.Tr. 1174;ξυμβεβᾶσιν οἱ λόγοι.. ἀληθεῖς E.Hel. 622
;ἄπιστ' ἀληθῆ πολλὰ σ. βροτοῖς Id.Fr. 396
;σ. μέγιστον κακὸν ἡ ἀδικία Pl.Grg. 479c
, cf. Alc. 1.130c, Cra.398e;δοκεῖ τὸ μαντεῖον τοὐναντίον ξυμβῆναι ἢ.. Th.2.17
;τοιούτου τούτου συμβάντος Id.1.74
; συμβαίνει καὶ σοὶ (sc. ἄριστον) Pl. Lg. 903d: abs., turn out well,ἢν ξυμβῇ ἡ πεῖρα Th.3.3
;εἴ μοι σ. τοῦτο Pl.Lg. 744a
.3 of consequences, come out, result, follow, ; ; τὰ συμβάντα, opp. ἡ προαίρεσις, D.18.192;δηλοῦται ἐκ τοῦ συμβάντος Gal.16.583
;ἐὰν μὴ ὅτι τάχος ἀποσταλῇ τὰ ὑποζύγια, συμβήσεται τὰ μελίσσεια ἀπολέσθαι PCair.Zen. 467.8
, cf. 481.2, al. (iii B.C.).b of logical conclusions, result, follow, freq. in Pl. and Arist., Pl.Grg. 459b, etc.;σ. ἐκ τῶν κειμένων Arist.Top. 156b38
, al., cf. D.25.73: impers., it follows, c. inf., Pl.Tht. 170c, Phd. 74a, Arist.EN 1152b25, al.; alsoσ. μήτε κουφότητ' ἔχειν μήτε βάρος, ἔπειθ' ὅτι ἀδύνατον κινηθῆναι Arist.Cael. 270a5
: also pers., συμβαίνει εἶναι or γίγνεσθαι turns out to be, i.e. consequently or inevitably is or happens, κάθαρσις εἶναι τοῦτο ς. Pl.Phd. 67c, cf. 80b, Cra. 396a, Phlb. 55a, 64e, Prm. 134b, R. 438e;ὅσα συμβαίνει γίγνεσθαι κακὰ καὶ ὅσα συμβήσεται Id.Plt. 301e
: hence συμβεβηκός (v. infr. iv. 2).IV in Philos., τὸ συμβεβηκός has two senses:1 a contingent attribute or ' accident' (in the modern sense), Arist. APo. 73b4, Top. 102b4, al.; κατὰ συμβεβηκός ' accidentally', opp. καθ' αὑτό, Id.Ph. 192b22, cf. Metaph. 1052a18, Thphr.Sens.22; opp. ἁπλῶς, Arist.APo. 71b10, al.; opp. φύσει, Id.de An. 406a14; opp. κυρίως, πρώτως, Gal.15.629, cf. 16.575, al.; opp. ἄντικρυς, Id.18(2).180.2 an attribute necessarily resulting from the notion of a thing, but not entering into the definition thereof,οἷον τῷ τριγώνῳ τὸ δύο ὀρθὰς ἔχειν Arist.Metaph. 1025a31
; distd. by the addition of καθ' αὑτό, Id.APo. 83b19, al.; in Epicurus, essential attribute, property, opp. σύμπτωμα 'accident', τὰ τούτων συμπτώματα ἢ ς. Ep.1p.6U., cf. Nat.4 G., al.;σ. ἀνθρώπου τὸ θνητὸν εἶναι Phld.Sign.3
, al.; in the Stoics, consequence, opp. αἴτιον, Zeno Stoic.1.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμβαίνω
См. также в других словарях:
αντίκρυ — κ. κρυς, κ. κρύ κ. κρύς (AM ἀντικρύ, ἄντικρυς Μ ἀντικρύς, ἄντικρυν, ἀντίκρυτα) 1. απέναντι 2. εξαντιθέτου, κατά πρόσωπο νεοελλ. 1. (με την πρόθ. εις, σε) αναφορικά, συγκριτικά 2. παροιμ. «αντίκρυ στα παιδέματα μικρά τα παιδοκόπια» για ασήμαντη… … Dictionary of Greek
κύστη — Υμενώδης θύλακος του σώματος στον οποίο συλλέγεται υγρό· η ουροδόχος κ. Ονομάζεται επίσης παθολογική παραγωγή ή ανάπτυξη που σχηματίζεται από νεόπλαστη θήκη ή κοιλότητα, που περιέχει ρευστή, πολτώδη ή σπάνια στερεή ουσία ή αέρα. Κ. καλείται… … Dictionary of Greek
Георгий Пахимер — греч. Γεώργιος Παχυμέρης … Википедия
Κρόνια — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 26 κάτ.) του νομού Ευβοίας. Τα Κ. βρίσκονται κοντά στην ακτή της Βοιωτίας. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Ανθηδώνος. II Γιορτές προς τιμήν του θεού Κρόνου, που διεξάγονταν σε διάφορες πόλεις κατά την αρχαιότητα.… … Dictionary of Greek
μειρακιώδης — μειρακιώδης, ῶδες (Α) [μειράκιον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε μειράκιο («μειρακιώδες μορφώματι», Πλάτ.) 2. νεαρός 3. (για ύφος λόγου) αυτό που έχει ζωηρή έκφραση και αποτελείται από πολλές λέξεις, νεανικό 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
χοιρόνους — ουν, και οος, οον, Μ αυτός που έχει συμπεριφορά χοίρου («τὸν κτηνωδέστατον, τὸν ἄντικρυς χοιρόνουν», Κ Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + νους (< νόος / νοῦς), πρβλ. κακό νους, ὀξύ νους] … Dictionary of Greek